- εισχειριζω
- εἰσχειριζωεἰσ-χειριζωвручать, передавать
(ἀρχήν τινι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀρχήν τινι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισχειρίζω — εἰσχειρίζω (Α) βάζω κάτι στα χέρια κάποιου, εμπιστεύομαι … Dictionary of Greek
εἰσεχείρισε — εἰσχειρίζω put into one s hands aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσεχείρισεν — εἰσχειρίζω put into one s hands aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)